„τσαλαπατώ“: μεταβατικό ρήμα τσαλαπατώ [tsalapaˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zertrampeln, zertreten zertrampeln, zertreten τσαλαπατώ τσαλαπατώ