„τσακώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα τσακώνομαι [tsaˈkonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich zanken sich zanken τσακώνομαι μαλώνω τσακώνομαι μαλώνω