„τσέμπαλο“: ουδέτερο τσέμπαλο [ˈtsembalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Cembalo Cembaloουδέτερο | Neutrum, sächlich n τσέμπαλο τσέμπαλο