„τρυποφράκτης“: αρσενικό τρυποφράκτης [tripoˈfraktis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zaunkönig Zaunkönigαρσενικό | Maskulinum, männlich m τρυποφράκτης τρυποφράκτης