„τρυπητήρι“: ουδέτερο τρυπητήρι [tripiˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Locher (Papier-)Locherαρσενικό | Maskulinum, männlich m τρυπητήρι τρυπητήρι