„τρυπημένος“ τρυπημένος [tripiˈmenos], τρυπημένη, τρυπημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gepierct gepierct τρυπημένος μύτη κτλ τρυπημένος μύτη κτλ