τρυπάνι
[triˈpani]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bohrerαρσενικό | Maskulinum, männlich mτρυπάνιτρυπάνι
examples
- τρυπάνι ξύλουHolzbohrerαρσενικό | Maskulinum, männlich m