„τρούφα“: θηλυκό τρούφα [ˈtrufa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Trüffel Trüffelαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f τρούφα τρούφα