„τροχοφόρο“: ουδέτερο τροχοφόρο [troxoˈforo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n διοικητικός όρος | amtlichδιοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fahrzeug Fahrzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich n τροχοφόρο τροχοφόρο