„τροχίζω“: μεταβατικό ρήμα τροχίζω [troˈçizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schleifen, wetzen schleifen, wetzen τροχίζω τροχίζω