„τροφοδότηση“: θηλυκό τροφοδότηση [trofoˈðotisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Belieferung Belieferungθηλυκό | Femininum, weiblich f τροφοδότηση τροφοδότηση