τροφοδοτώ
[trofoðoˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verpflegenτροφοδοτώ χορηγώ τροφέςτροφοδοτώ χορηγώ τροφές
- beliefernτροφοδοτώ εμπόριο | Handelεμπτροφοδοτώ εμπόριο | Handelεμπ