„τροποποιώ“: μεταβατικό ρήμα τροποποιώ [tropopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abändern, modifizieren abändern, modifizieren τροποποιώ τροποποιώ