„τριχόπτωση“: θηλυκό τριχόπτωση [triˈxoptosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Haarausfall Haarausfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m τριχόπτωση τριχόπτωση