„τριχοειδής“ τριχοειδής [trixoiˈdis], τριχοειδής, τριχοειδέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Haar- Haar- τριχοειδής τριχοειδής examples τριχοειδές αγγείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Äderchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n Haargefäßουδέτερο | Neutrum, sächlich n τριχοειδές αγγείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n τριχοειδής ρωγμήθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνική | Technikτεχν Haarrissαρσενικό | Maskulinum, männlich m τριχοειδής ρωγμήθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνική | Technikτεχν