„τριακόσιοι“ τριακόσιοι [triaˈkosji], τριακόσιες, τριακόσιααριθμητικό επίθετο | Zahladjektiv adj num Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dreihundert dreihundert τριακόσιοι τριακόσιοι