„τρενάρω“: μεταβατικό ρήμα τρενάρω [treˈnaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα/-α> οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verzögern verzögern τρενάρω τρενάρω