„τραχειοτομή“: θηλυκό τραχειοτομή [traçiotoˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Luftröhrenschnitt Luftröhrenschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραχειοτομή τραχειοτομή