τραυματισμός
[travmatizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verletzungθηλυκό | Femininum, weiblich fτραυματισμός ιατρική | MedizinιατρVerwundungθηλυκό | Femininum, weiblich fτραυματισμός ιατρική | Medizinιατρτραυματισμός ιατρική | Medizinιατρ
examples
- τραυματισμός στο κεφάλιKopfverletzungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τραυματισμός του δέρματοςHautverletzungθηλυκό | Femininum, weiblich f