τραπεζάκι
[trapeˈzakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tischchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nτραπεζάκιBeistelltischαρσενικό | Maskulinum, männlich mτραπεζάκιτραπεζάκι