„τραμπαλίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα τραμπαλίζομαι [trambaˈlizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wippen wippen τραμπαλίζομαι τραμπαλίζομαι