τρίξιμο
[ˈtriksimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geprasselουδέτερο | Neutrum, sächlich nτρίξιμοτρίξιμο
examples
- τρίξιμο των δοντιώνZähneknirschenουδέτερο | Neutrum, sächlich n