„τρίαθλο“: ουδέτερο τρίαθλο [ˈtriaθlo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Triathlon Triathlonουδέτερο και αρσενικό | Neutrum und Maskulinum n/m τρίαθλο τρίαθλο