„τρέφομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα τρέφομαι [ˈtrefome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich ernähren sich ernähren τρέφομαι τρέφομαι