τράνταγμα
[ˈtrandaɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rüttelnουδέτερο | Neutrum, sächlich nτράνταγμα βίαιο κούνηματράνταγμα βίαιο κούνημα
- Erdstoßαρσενικό | Maskulinum, männlich mτράνταγμα σεισμική δόνησητράνταγμα σεισμική δόνηση