„τουφέκισμα“: ουδέτερο τουφέκισμα [tuˈfekjizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gewehrfeuer Gewehrfeuerουδέτερο | Neutrum, sächlich n τουφέκισμα τουφέκισμα