„τουλουμιάζω“: μεταβατικό ρήμα τουλουμιάζω [tuluˈmjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verdreschen verdreschen τουλουμιάζω τουλουμιάζω