„τοπωνυμία“: θηλυκό τοπωνυμία [toponiˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ortsname Ortsnameαρσενικό | Maskulinum, männlich m τοπωνυμία τοπωνυμία