„τοπογραφία“: θηλυκό τοπογραφία [topoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Topografie Topografieθηλυκό | Femininum, weiblich f τοπογραφία τοπογραφία