„τοπικισμός“: αρσενικό τοπικισμός [topikjizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lokalpatriotismus Lokalpatriotismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m τοπικισμός τοπικισμός