τοξικομανής
[toksikomaˈnis]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, τοξικομανής, τοξικομανέςOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
τοξικομανής
[toksikomaˈnis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f <-ούς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)