„τοξικολογικός“ τοξικολογικός [toksikolojiˈkos], τοξικολογική, τοξικολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) toxikologisch toxikologisch τοξικολογικός τοξικολογικός examples διεξάγω τοξικολογική ανάλυση σε κάτι etwas toxikologisch untersuchen διεξάγω τοξικολογική ανάλυση σε κάτι