τονωτικός
[tonotiˈkos], τονωτική, τονωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- stärkendτονωτικόςτονωτικός
examples
- τονωτική ένεσηθηλυκό | Femininum, weiblich fAuffrischungsimpfungθηλυκό | Femininum, weiblich f