τονωτικό
[tonotiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stärkungsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nτονωτικόTonikumουδέτερο | Neutrum, sächlich nτονωτικότονωτικό
Thank you for your feedback!