„τονική“: θηλυκό τονική [toniˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Grundton, Tonart Grundtonαρσενικό | Maskulinum, männlich m τονική τονική Tonartθηλυκό | Femininum, weiblich f τονική μουσ τονική μουσ