τοιχοκόλληση
[tixoˈkolisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mτοιχοκόλλησηPlakatierungθηλυκό | Femininum, weiblich fτοιχοκόλλησητοιχοκόλληση