„τοιχοδομή“: θηλυκό τοιχοδομή [tixoðoˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mauerwerk Mauerwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n τοιχοδομή τοιχοδομή