τοιχογραφία
[tixoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wandmalereiθηλυκό | Femininum, weiblich fτοιχογραφία τέχνητοιχογραφία τέχνη
- Freskoουδέτερο | Neutrum, sächlich nτοιχογραφία απεικόνησητοιχογραφία απεικόνηση
examples
- τοιχογραφία σπηλαίουHöhlenmalereiθηλυκό | Femininum, weiblich f