τιμόνι
[tiˈmoni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Lenkradουδέτερο | Neutrum, sächlich nτιμόνι γεν αυτοκίνητο | Autoαυτοκτιμόνι γεν αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
- Steuerουδέτερο | Neutrum, sächlich nτιμόνι αυτοκίνητο | Autoαυτοκ ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυττιμόνι αυτοκίνητο | Autoαυτοκ ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
- Ruderουδέτερο | Neutrum, sächlich nτιμόνι βάρκαςτιμόνι βάρκας