τιμοκατάλογος
[timokaˈtaloɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Preislisteθηλυκό | Femininum, weiblich fτιμοκατάλογοςτιμοκατάλογος
examples
- τιμολόγιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n των μεταφορώνBeförderungstarifαρσενικό | Maskulinum, männlich m