„τιμιότητα“: θηλυκό τιμιότητα [timiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ehrlichkeit Ehrlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f τιμιότητα τιμιότητα