τηλεχειριζόμενος
[tileçiriˈzomenos], τηλεχειριζόμενη, τηλεχειριζόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ferngesteuertτηλεχειριζόμενοςτηλεχειριζόμενος
Thank you for your feedback!