„τηλεφωνήτρια“: θηλυκό τηλεφωνήτρια [tilefoˈnitria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Telefonistin Telefonistinθηλυκό | Femininum, weiblich f τηλεφωνήτρια τηλεφωνήτρια