τηλεκάρτα
[tileˈkarta]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Telefonkarteθηλυκό | Femininum, weiblich fτηλεκάρτα τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφτηλεκάρτα τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ