„τηλεθέρμανση“: θηλυκό τηλεθέρμανση [tileˈθermansi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fernheizung Fernheizungθηλυκό | Femininum, weiblich f τηλεθέρμανση τηλεθέρμανση