„τηλέμετρο“: ουδέτερο τηλέμετρο [tiˈlemetro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Entfernungsmesser Entfernungsmesserαρσενικό | Maskulinum, männlich m τηλέμετρο τηλέμετρο