„Τηθύς“: θηλυκό Τηθύς [tiˈθis]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tethys Tethysθηλυκό | Femininum, weiblich f Τηθύς μυθολογία | Mythologieμυθ Τηθύς μυθολογία | Mythologieμυθ