„τζελ“: ουδέτερο τζελ [dzel]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gel Gelουδέτερο | Neutrum, sächlich n τζελ τζελ examples τζελ καθαρισμού προσώπου Waschgelουδέτερο | Neutrum, sächlich n τζελ καθαρισμού προσώπου