„τζακ-πότ“: ουδέτερο τζακ-πότ [dzak-ˈpot]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Jackpot Jackpotαρσενικό | Maskulinum, männlich m τζακ-πότ τζακ-πότ