„τζίνσενγκ“: ουδέτερο τζίνσενγκ [ˈdzinseŋ(g)]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ginseng Ginsengαρσενικό | Maskulinum, männlich m τζίνσενγκ βοτανική | Botanikβοτ τζίνσενγκ βοτανική | Botanikβοτ